τιμολογώ

τιμολογώ
Ν
καθορίζω την τιμή εμπορεύματος που πρόκειται να πωληθεί σύμφωνα με το κόστος παραγωγής του αλλά και το επιθυμητό κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμολογώ — τιμολόγησα, τιμολογήθηκα, τιμολογημένος, σημειώνω την τιμή των εμπορευμάτων για πώληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • προτιμολογώ — Ν [τιμολογώ] καθορίζω προκαταβολικά την τιμή εμπορεύματος …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • τιμολογία — η, Ν [τιμολογώ] η φιλοσοφική σπουδή τής αξίας, τού αγαθού με την ευρύτερη σημασία τού όρου, η αξιολογία …   Dictionary of Greek

  • τιμολόγηση — η, Ν [τιμολογώ] η διαδικασία καθορισμού τής τιμής πώλησης ενός προϊόντος η οποία θα πρέπει να καλύπτει το μέσο κόστος παραγωγής συν το κέρδος τού επιχειρηματία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”