τιμολογώ — τιμολόγησα, τιμολογήθηκα, τιμολογημένος, σημειώνω την τιμή των εμπορευμάτων για πώληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
προτιμολογώ — Ν [τιμολογώ] καθορίζω προκαταβολικά την τιμή εμπορεύματος … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
τιμολογία — η, Ν [τιμολογώ] η φιλοσοφική σπουδή τής αξίας, τού αγαθού με την ευρύτερη σημασία τού όρου, η αξιολογία … Dictionary of Greek
τιμολόγηση — η, Ν [τιμολογώ] η διαδικασία καθορισμού τής τιμής πώλησης ενός προϊόντος η οποία θα πρέπει να καλύπτει το μέσο κόστος παραγωγής συν το κέρδος τού επιχειρηματία … Dictionary of Greek